- δυσθέατος
- δυσ-θέᾱτος, ον,A ill to look on, A.Pr.69 (lyr.), S.Aj.1004.II hard to see,
ἀμαυρὸν αἴθυγμα καὶ δ. Plu.2.966b
, cf. Ael.NA9.61.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμαυρὸν αἴθυγμα καὶ δ. Plu.2.966b
, cf. Ael.NA9.61.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσθέατος — δυσθέατος, ον (Α) 1. αυτός που έχει άσχημη όψη, απαίσιος 2. αυτός που διακρίνεται δύσκολα … Dictionary of Greek
δυσθέατος — δυσθέᾱτος , δυσθέατος ill to look on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθέατον — δυσθέᾱτον , δυσθέατος ill to look on masc/fem acc sg δυσθέᾱτον , δυσθέατος ill to look on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθέατος — κακοθέατος, ον (Α) αυτός που διακρίνεται δύσκολα, δυσθέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θεατός (< θεῶμαι)] … Dictionary of Greek
δυσθεάτου — δυσθεά̱του , δυσθέατος ill to look on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθεάτων — δυσθεά̱των , δυσθέατος ill to look on masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθέατα — δυσθέᾱτα , δυσθέατος ill to look on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)